Από το Brain Drain στο Hate Drain
Στους διαδρόμους του «Ελευθέριος Βενιζέλος», οι βαλίτσες έμοιαζαν πιο βαριές από τις ψυχές που τις κουβαλούσαν, όχι από τα ρούχα, αλλά από ανεκπλήρωτα όνειρα, χαμένες ευκαιρίες, μισθούς των 600€ και το αιώνιο «θα δούμε».
Κάπως έτσι γεννήθηκε το φαινόμενο που ονομάσαμε brain drain, δηλαδή η μαζική φυγή νέων και ειδικευμένων ανθρώπων στο εξωτερικό.
Ο όρος έγινε της μόδας στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, όταν γιατροί, μηχανικοί, επιστήμονες, ακόμη και καλλιτέχνες, έφευγαν για να βρουν ένα περιβάλλον που θα τους εκτιμήσει, μιας και στην Ελλάδα είχαν μάθει να κάνουν χάρες, να παρακαλούν για αξιοπρέπεια, να γκρεμίζουν τα όνειρά τους πάνω σε τοίχους αναξιοκρατίας.
Έξω, τους περίμενε το υποσχόμενο «ευρωπαϊκό όνειρο» με καλύτερους μισθούς, εργασιακή ασφάλεια, κοινωνίες που (θεωρητικά) ανταμείβουν την προσπάθεια.
Η επίδραση του στην κοινωνία; Σα να ανοίγεις μια ακόμα τρύπα σε καράβι που ήδη μπάζει νερά.
Ένα τεράστιο κομμάτι του πιο δυναμικού ανθρώπινου κεφαλαίου έφυγε, αφήνοντας πίσω μια κοινωνία γερασμένη, κουρασμένη, χωρίς ανάσες ανανέωσης, ενώ ταυτόχρονα η παραγωγική βάση συρρικνώθηκε, η ελπίδα αδυνάτισε και η αίσθηση της απώλειας έγινε συλλογικό τραύμα. Η απώλεια αυτή δεν σταμάτησε στις στατιστικές και τα οικονομικά νούμερα. Έγινε πίκρα. Έγινε γκρίνια.
Έγινε μόνιμη σύγκριση του «έξω» με το «εδώ». Κι έτσι, σιγά σιγά, από το brain drain περάσαμε στο νέο μας «εξαγώγιμο προϊόν», το hate drain.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα που λατρεύουμε να μισούμε, με τις παθογένειές της, τα στραβά της και τα λίγα καλά της. Και η μετανάστευση δεν είναι ποτέ ουδέτερη, γιατί σχεδόν όποιος έφυγε, κουβαλάει μέσα του το αίσθημα της προδοσίας από μια χώρα που δεν του έδωσε χώρο να ανθίσει, τον έσπρωξε μακριά.
Κι όποιος έμεινε, κουβαλάει άλλο βάρος, το ότι εγκαταλείφθηκε, ότι τον άφησαν πίσω μια χώρα να παλεύει με την καθημερινή της μιζέρια.
Γεννήθηκε έτσι η ιδιότυπη «Γενιά του Brain Drain», άνθρωποι που μοιράζονται κοινές εμπειρίες όπως μια αίτηση για βίζα ή συμβόλαια εργασίας σε ξένες γλώσσες, αλλά και τηλεφωνικές κλήσεις σε γονείς που γερνάνε μακριά. Στην αρχή, ο λόγος τους ήταν γεμάτος θλίψη και νοσταλγία. Έλεγαν «μακάρι να γύριζα».
Έγραφαν για το χωριό τους, για........
© Kouti Pandoras
