menu_open Columnists
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close

HotDoc.History: Χούντα, καρπός του αμοιβαίου έρωτα ακροδεξιών αξιωματικών και ΗΠΑ

3 0
20.11.2025

Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε στην πρώτη γραμμή της διεθνούς πολιτικής ζωής τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τη Σοβιετική Ένωση, δύο χώρες που ανήκαν στις νικήτριες δυνάμεις αυτού του πολέμου. Αλλά η συμμαχία των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ στη διάρκεια του πολέμου υπήρξε συγκυριακή.

Το πολιτικό σύστημα, η ιδεολογία, ο τρόπος ζωής που επικρατούσε στις δύο αυτές χώρες ήταν εντελώς διαφορετικά. Έτσι δεν άργησαν να βρεθούν σε θέση μάχης στον μεταπολεμικό κόσμο. Η έντονη διαμάχη τους, για πολλούς λόγους, δεν επήρε τη μορφή της άμεσης θερμής αντιπαράθεσης ανάμεσά τους, έλαβε μια άλλη μορφή που ονομάστηκε Ψυχρός Πόλεμος. Αυτή η νέα μορφή «πολέμου» που δεν απέκλειε τις τοπικές πολεμικές αντιπαραθέσεις και επεμβάσεις συνίστατο κυρίως την προσπάθεια της κάθε πλευράς να υποσκάψει, αφού πρώτα εδραιώσει τη θέση της στον χώρο της επιρροής της, με φανερό και μυστικό τρόπο το ηθικό του αντιπάλου από πολιτική, οικονομική και πολιτιστική άποψη. Ανάμεσα στα «όπλα» των δύο δυνάμεων συγκαταλέγονταν και η υποκίνηση πραξικοπημάτων στον χώρο της επιρροής τους ή εξεγέρσεων στο αντίπαλο στρατόπεδο, αν έκριναν ότι αυτό θα λειτουργούσε προς το συμφέρον του στρατοπέδου τους.

Η Ελλάδα που ανήκε μεταπολεμικά στον δυτικό χώρο επιρροής, ακριβώς στα σύνορα των δύο κόσμων, έπρεπε με τη σειρά της να διασφαλίσει τη θέση της στη Δύση με τη βοήθεια των Αμερικανών, που από το Μάρτιο του 1947 άρχισαν ν’ υποκαθιστούν τους Άγγλους στην ελληνική επικράτεια μετά την αναγγελία του δόγματος Τρούμαν. Μετά το τέλος του αιματηρού εμφυλίου πολέμου υπήρχε ένας επιπλέον λόγος για την ανάγκη διασφάλισης της εσωτερικής τάξης του αστικού καθεστώτος στην Ελλάδα.

Το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (NSC) των ΗΠΑ αποδέχθηκε ότι από την άποψη «των μακροχρόνιων στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ» έπρεπε να εδραιωθεί «ένα ελληνικό στρατιωτικό κατεστημένο ικανό για τη διατήρηση της εσωτερικής ασφάλειας ώστε ν’ αποφευχθεί η κομμουνιστική κατάκτηση της Ελλάδας».(1)

«Επί του παρόντος δεν βλέπω κάποιο χρήσιμο λόγο για να θέσω σε συναγερμό είτε τον βασιλιά είτε τον πρωθυπουργό για την πιθανότητα πραξικοπήματος» έγραψε ο Λαμπουίς στον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών. Ο Ντιν Ρασκ υποδέχεται τη Φρειδερίκη στη Νέα Υόρκη στις 22 Ιανουαρίου 1964

Σ’ αυτό τον νέο αποφασιστικό αγώνα εναντίον της ΕΣΣΔ η αμερικανική ηγεσία έβρισκε στον χώρο της άκρας δεξιάς έναν ευκαιριακό αλλά συνεπή σύμμαχο που είχε δείξει έμπρακτα την αδιαλλαξία του απέναντι στην Αριστερά κάθε απόχρωσης. Στην Ελλάδα οι Αμερικανοί έδειχναν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο στρατιωτικό παρά στο πολιτικό κατεστημένο.

Τον Φεβρουάριο του 1965 ο πρόεδρος του Συμβουλίου Πολιτικού Σχεδιασμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Γουόλτ Ράστοου, εκδηλώνοντας την ιδιαίτερη αισιοδοξία του για την έκβαση του πολέμου στο Βιετνάμ, όπου είχαν εμπλακεί μεγάλες αμερικανικές δυνάμεις, υπενθύμισε ότι και στην Ελλάδα την περίοδο «του ανταρτοπολέμου» είχε υπάρξει «μια ατέλειωτη σειρά αδύναμων κυβερνήσεων με τους στρατιωτικούς ν’ αποτελούν το σχετικά σταθερό στοιχείο».(2)

Οι ΗΠΑ βαθμιαία τέθηκαν επικεφαλής του παγκόσμιου αντικομμουνιστικού αγώνα και έδεσαν υπό την άμεση επιρροή τους τους Έλληνες ομοϊδεάτες τους. Τουλάχιστον από το 1947, οπότε πραγματοποιήθηκαν οι διακριτικές συναντήσεις του βοηθού στρατιωτικού ακόλουθου της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα ταγματάρχη Πολ Άντρεποντ με ηγετικό κλιμάκιο του ΙΔΕΑ, η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε επαφές με αυτή την ακροδεξιά μυστική στρατιωτική οργάνωση.

Στις 31 Μαΐου 1951 ο Τσαρλς Γιοστ, ένας ικανός Αμερικανός διπλωμάτης που υπηρετούσε στην Αθήνα στο πλευρό του Πιουριφόι, μετέδωσε στην υπηρεσία του για την εκδήλωση ενός πραξικοπήματος καθώς τις πρώτες πρωινές ώρες εκείνης της μέρας «διάφορες μονάδες του ελληνικού στρατού είχαν περικυκλώσει το κοινοβούλιο και τον ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών». Αλλά ο πρωθυπουργός Σοφοκλής Βενιζέλος κάλεσε τον στρατάρχη Παπάγο στις 6 π.μ. να παρέμβει, ο οποίος και ζήτησε από τους στασιαστές να επιστρέψουν στους στρατώνες τους και εκείνοι υπάκουσαν. Ο Γιοστ παρατήρησε ότι οι κινηματίες «ανήκουν στη μυστική οργάνωση μέσα στις ένοπλες δυνάμεις που ονομάζεται ΙΔΕΑ, για την οποία το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είναι ενήμερο».(3)

Ο Βενιζέλος και ο βασιλιάς Παύλος ήθελαν να τιμωρηθούν οι πραξικοπηματίες, αλλά οι Αμερικανοί και ο Παπάγος είχαν σοβαρές αντιρρήσεις και επέβαλαν τη θέση τους. Τελικά κανένας στρατιωτικός δεν αποτάχθηκε ούτε δικάστηκε για το κίνημα της 31ης Μαΐου 1951. Την ίδια περίοδο είχε ανακύψει μια έντονη διαφωνία μεταξύ Αμερικανών και Άγγλων στρατιωτικών και διπλωματών στην Ελλάδα.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε τη διαπίστωση πως «η CIA είχε αναπτύξει αξιόλογη δραστηριότητα με αναρίθμητους πράκτορες, πολλοί από τους οποίους ήταν Ελληνοαμερικανοί». Ο Γ. Παπαδόπουλος με δύο απ’ αυτούς, Τζορτζ Στίβενς και Τζον Φατσέα

Οι αγγλοαμερικανικές αντιθέσεις εκδηλώνονταν σε διάφορους τομείς. Σε αμερικανική στρατιωτικοπολιτική σύσκεψη ο ναύαρχος Σέρμαν παρατήρησε το 1951 ότι οι ΗΠΑ ήταν η χώρα που έκανε τόσα πολλά στην Ελλάδα, την Τουρκία και στο Ιράν. Έτσι οι ΗΠΑ ήταν «η μοναδική δύναμη» που είχε την ηγετική θέση σ’ αυτές τις χώρες και θα ήταν άδικο να παραδοθεί εκ νέου η τύχη τους στην Αγγλία. Οι σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Αγγλίας στην Ελλάδα ήταν «πολύ περίπλοκες» καθώς ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα έκανε κριτική στον Αμερικανό στρατηγό Βαν Φλιτ.

Κατά τη γνώμη του Σέρμαν δεν υπήρχε «τίποτα πιο απεχθές» από το να μιλούν οι Άγγλοι για «βρετανική ευθύνη στην Ελλάδα». Στην Τουρκία και την Ελλάδα ήταν οι Αμερικανοί που είχαν αναλάβει την αμυντική τους θωράκιση και δεν υπήρχε πλέον θέμα για βρετανική ευθύνη σ’ αυτές τις χώρες.(4)

Σύμφωνα με ένα ηγετικό στέλεχος του ΙΔΕΑ , τον στρατηγό Γεώργιο Καραγιάννη, ο ΙΔΕΑ, προφανώς ικανοποιημένος, αδρανοποιήθηκε μετά τη νίκη του στρατάρχη Παπάγου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1952 και την ανάδειξή του στην πρωθυπουργία της χώρας.

Ο ΙΔΕΑ είχε ιδρυθεί σε μια εποχή που η Ελλάδα βρισκόταν εν δυνάμει υπό βρετανική επιρροή. Τώρα όμως αφού η χώρα βρισκόταν υπό αμερικανική επιρροή οι ΗΠΑ ευνοούσαν την άνοδο νέων δυνάμεων που θα συνέπλεαν με τη δική τους πορεία. Έτσι ευνοήθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για να ανέλθει στην πρωθυπουργία, που δεν προερχόταν από κάποιο πολιτικό παραδοσιακό τζάκι συνδεδεμένο με τον αγγλικό παράγοντα.

Το 1957 παρουσιάσθηκε μια νέα συνωμοτική στρατιωτική ομάδα στον χώρο του στρατεύματος, η ΕΕΝΑ (Ένωσις Ελλήνων Νέων Αξιωματικών), που άρχισε να έχει στενές προνομιακές σχέσεις με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Κεντρικά στελέχη της ΕΕΝΑ προέρχονταν από τον παλιό ΙΔΕΑ.

Ο τότε αρχηγός ΓΕΣ στρατηγός Π. Νικολόπουλος έλαβε γνώση για την ύπαρξη της νέας οργάνωσης, αλλά δεν μπόρεσε να την εξαρθρώσει, αν και προσπάθησε. Φαινόταν να έχει ισχυρούς προστάτες. Από την ίδρυσή της η ΕΕΝΑ προσπάθησε σε σταθερή........

© Documento