menu_open Columnists
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close

HotDoc.History: Ιστορικά θεμέλια της λογοκρισίας στα νεότερα χρόνια

4 0
13.11.2025

Είναι αυτονόητο ότι η ανάγκη ελευθερίας του λόγου και έκφρασης υπάρχει πολύ πριν από τη νεότερη περίοδο, από τη στιγμή που αρχίζει η ανθρώπινη Ιστορία. Από τη στιγμή που κάποιοι μοιράστηκαν τις σκέψεις τους σε τοίχο, κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να τις σβήσουν. Στη πραγματικότητα βέβαια η πρώτη πραγματική ιστορία για τη μάχη κατά της λογοκρισίας μάλλον δεν θα γραφτεί ποτέ. Με όρους μύθου και γενεαλογίας, η πρώτη ιστορία λογοκρισίας έχει εξίσου μεγάλη σημασία όπως και η πρώτη ανθρωποκτονία, του Άβελ από τον Κάιν, με τη στέρηση του λόγου να γίνεται ταυτόσημη με τον φόνο.

Η αναγωγή και ταύτιση της λογοκρισίας και με τη φυσική εξόντωση αποτελεί ένα σχήμα που εμφανίζεται και στον απόηχο των θρησκευτικών πολέμων, και αργότερα στον Αγγλικό εμφύλιο πόλεμο τον 17ο αιώνα. Στον αγγλοσαξονικό κόσμο των 17ου και 18ου αιώνων, οι πολέμιοι της λογοκρισίας επικεντρώνονται σε δύο χαρακτηριστικά στοιχεία:

Η λογοκρισία με την έννοια της πνευματικής και φυσικής εξόντωσης απασχόλησε πολύ τον Τζον Μίλτον (1608-1674). Ο Μίλτον ήταν ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους ποιητές και συγγραφέας του πασίγνωστου επικού ποιήματος «Χαμένος Παράδεισος» (Paradise Lost, 1667), που αφορά τη πτώση του ανθρώπου από τον Κήπο της Εδέμ. Στον «Χαμένο Παράδεισο», η ελευθερία του λόγου και έκφρασης, η προσωπική ευθύνη και το τίμημα της ατομικής ελευθερίας είναι κυρίαρχα στοιχεία. Το έργο αυτό γράφτηκε μέσα σε μία μακριά περίοδο πολιτικής και κοινωνικής κρίσης και έντονης λογοκρισίας στις βρετανικές νήσους, τη περίοδο της παλινόρθωσης της μοναρχίας των Στιούαρτ.

Όμως το ζήτημα της λογοκρισίας κατά την περίοδο της συγγραφής του «Χαμένου Παραδείσου» δεν ήταν απλώς ένα ζήτημα συμβολισμού ή γενικότερου θεολογικού προβληματισμού. Ο Μίλτον ήταν άμεσα εμπλεκόμενος στα πολιτικά τεκταινόμενα της εποχής και βετεράνος στον πόλεμο της έντυπης προπαγάνδας, ήδη από την περίοδο του Αγγλικού εμφυλίου (1642-1651). Είχε βαθιά γνώση της λογοτεχνικής παραγωγής της εποχής, ειδικά σε θέματα κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Το 1644 συγγράφει το «Areopagitica» μέσα στη δίνη του Αγγλικού εμφυλίου, ένα κείμενο που θεωρείται ακόμα και σήμερα ότι συνοψίζει τα βασικά επιχειρήματα κατά της λογοκρισίας. Εκεί υποστηρίζει ότι «η αλήθεια θα βγει αβίαστα, αν της δοθεί η ευκαιρία να εκφραστεί»! Το «Areopagitica» γράφτηκε με τη μορφή μπροσούρας και ήταν η αντίδραση του Μίλτον σε νόμο που πέρασε το αγγλικό κοινοβούλιο το 1643 (Ordinance for the Regulation of Printing, 1643) που ανάγκαζε όλους τους συγγραφείς να παίρνουν άδεια από το κοινοβούλιο πριν από την έκδοση των έργων τους. Επρόκειτο δηλαδή για μία προληπτική λογοκρισία, η οποία περιλάμβανε και έναν αριθμό άλλων διατάξεων: απογραφή όλων των τυπογραφείων, συγγραφέων και εκδοτών, σύλληψη και φυλάκιση όσων από αυτούς χαρακτηρίζονταν απειλητικοί προς το καθεστώς, και καταστροφή «σκανδαλωδών» κειμένων. Ο διακηρυγμένος σκοπός του νόμου του 1643 ήταν να αποτρέψει τη «συκοφάντηση της θρησκείας και της κυβέρνησης». Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι ο όρος συκοφάντηση μπορούσε να οριστεί και να εφαρμοστεί κατά το δοκούν, και ο νόμος του 1643 για τον «εξορθολογισμό» των έντυπων κειμένων είχε άμεσους πολιτικούς στόχους: να πλήξει τη δυναμική των Πουριτανών και την οποιαδήποτε κριτική στην κυβέρνηση.

Ο Τζον Μίλτον (1608-1678) ήταν από τους σημαντικότερους ποιητές παγκοσμίως. Έμεινε περισσότερο γνωστός για το έργο του «Χαμένος Παράδεισος» αλλά και για τον παθιασμένο αγώνα του κατά της λογοκρισίας στο «Areopagitica» (1644), το οποίο υπαγόρευσε στις κόρες του αφού ο ίδιος ήταν πλέον τυφλός

Η λογοκρισία αποτέλεσε σημαντικό όπλο των κυβερνήσεων της νεότερης περιόδου προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη διάδοση των επαναστατικών, ή γενικότερα «ενοχλητικών», ιδεών. Με το ξέσπασμα των Ναπολεόντειων Πολέμων στην Αγγλία (1793-1815), ήδη από τα πρώτα χρόνια φαινόταν ότι η κατάσταση θα παρέμενε εκρηκτική: οι επιπτώσεις του πολέμου, τα μικρά αποθέματα σε σιτάρι και οι κακές σοδειές, όλα αυτά προκαλούσαν βαθιά δυσαρέσκεια στον λαό. Κυρίως όμως οι φωνές για μεταρρυθμίσεις πολλαπλασιάζονταν. Παράλληλα είχε αρχίσει να μεγαλώνει και ο φόβος απόβασης του γαλλικού στρατού (ένας φόβος που υποχώρησε μόνο μετά τη μάχη του Τραφάλγκαρ το 1805). Οργισμένες συγκεντρώσεις σε όλη την Αγγλία έβγαζαν πλήθος κόσμου στον δρόμο στα πρώτα χρόνια του πολέμου, με αποκορύφωμα συνεχείς συγκεντρώσεις στην αγγλική πρωτεύουσα. Για παράδειγμα, στις 26 Οκτώβρη 1795 στο Copenhagen House Fields στο Islington του Λονδίνου μαζεύτηκαν 150.000 κόσμου, αριθμός εξωπραγματικά μεγάλος σε μία πόλη που ο συνολικός πληθυσμός της τότε άγγιζε το ένα εκατομμύριο. Τρεις μέρες μετά, το οργισμένο πλήθος επιτέθηκε στην άμαξα του βασιλιά Γεώργιου Γ΄ ενώ αυτός πήγαινε να επισκεφτεί το κοινοβούλιο.

Η βρετανική κυβέρνηση αντέδρασε με εντυπωσιακή ταχύτητα, με τρόπο που έδειχνε ότι περίμενε να της δοθεί η ευκαιρία από καιρό. Επικαλούμενη το περιστατικό της επίθεσης στην άμαξα του βασιλιά, τις επόμενες μέρες η κυβέρνηση εισήγαγε και πέρασε δύο νόμους περί «προδοσίας» και «στάσης» (“Treason Act” και “Seditious Meetings Act” αντίστοιχα). Οι νόμοι αυτοί επέβαλαν τη σύλληψη ή και εκτέλεση χωρίς δίκη οποιουδήποτε απειλούσε την ακεραιότητα του βασιλιά και των διαδόχων του, μέχρι τον θάνατό τους. Ο νόμος περί «στάσης» του 1795 απαγόρευε τις συγκεντρώσεις πάνω από 50 ατόμων. Βέβαια οι επιπτώσεις αυτών των δύο νόμων επεκτείνονταν και σε ολόκληρο το φάσμα του Τύπου και της διακίνησης ιδεών, καθώς οι νόμοι αυτοί επέκτειναν τον ορισμό περί προδοσίας στην κριτική κατά της μοναρχίας γενικώς, ακόμη κι αν δεν ακολουθούσε κάποια ενέργεια κατά του βασιλιά. Για παράδειγμα, απαγορεύτηκαν τα «Δικαιώματα του Ανθρώπου» του Τόμας Πέιν (1791). Η αντιπολίτευση πρόβαλλε ισχυρή αντίδραση στη ψήφιση των νόμων και ο Τσαρλς Τζέιμς Φοξ (Charles James Fox) παρομοίωσε τους δύο νόμους με τον δεσποτισμό........

© Documento