menu_open Columnists
We use cookies to provide some features and experiences in QOSHE

More information  .  Close

«Μύθων τε ρητήρ έργων τε πρηκτήρ»: ο Ευτύχης Μπιτσάκης και η «ενότητα θεωρίας και πράξης»

13 0
yesterday

Στο κείμενό μου αυτό, το οποίο δημοσιεύτηκε το 2023 σε ένα αφιέρωμα που έκανε στον Ευτύχη Μπιτσάκη η Δωδώνη, η επιστημονική επετηρίδα του Τμήματος Φιλοσοφίας του Παν/μιου Ιωαννίνων, με αφορμή την- με πρωτοβουλία της επίκουρου καθηγήτριας φιλοσοφίας Λίας Μελά,- προβολή στα Γιάννενα της ταινίας για τη ζωή και το έργο του, θα έπρεπε να αλλάξει ο χρόνος πολλών ρημάτων που αφορούν στον δάσκαλό μου: πρέπει να μπουν σε παρελθόντα χρόνο , γιατί ο Μπιτσάκης δεν “είναι” πια, καθώς επέστρεψε στην Κρητική γη του, για να θαφτεί στα χώματά της.

Σε αυτή τη μεταθανάτια συνθήκη, θα ήθελα απλώς να προσθέσω σε αυτό το κείμενο, το έξοχο καβαφικό: “χάσαμεν όμως το πιο τίμιο- την μορφή του”.

Στον τομέα φιλοσοφίας του ΦΠΨ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κατά τη δεκαετία του ‘80, είχαμε την τύχη να έχουμε καλούς δασκάλους. Αλλά, ο Ευτύχης Μπιτσάκης ξεχώριζε –ειδικά για όσους ήμασταν ενεργοί σε αριστερές πολιτικές οργανώσεις. 

Ξεχώριζε καταρχάς γιατί είχαμε ακούσει γι’ αυτόν ήδη πριν από τις σπουδές μας. Θυμάμαι, σε μια πορεία, όταν είπα: «πέρασα στη Φιλοσοφική στα Γιάννενα», την αντίδραση: «Α… πας στον Μπιτσάκη». Κι ένας πρόσθεσε: «Ο Μπιτσάκης αποδεικνύει την αλήθεια των μαρξιστικών ιδεών». Πολλοί οι μη «γραμματιζούμενοι» στις γραμμές μας, και πολλοί ακόμα όσοι δεν είχαν διαβάσει Μπιτσάκη παρότι μιλούσαν γι’αυτόν τόσο επαινετικά -αν το είχαν κάνει, θα ήξεραν ότι ο Μπιτσάκης γνώριζε καλά πως η «αλήθεια» και η «απόδειξή» της είναι πολύ σύνθετα θέματα, πολλώ δε μάλλον αν μιλάμε για την «αλήθεια» ιδεών που δεν είναι αμιγώς επιστημονικές, όπως οι ιδέες αυτού του φαινομένου που βάζουμε κάτω από το όνομα «μαρξισμός».

Κρατάω, πάντως, από το πιο πάνω στιγμιότυπο, το εξής: το όνομα του Μπιτσάκη ήταν τότε, για τους ανθρώπους της Αριστεράς, ταυτισμένο με την περίφημη Φιλοσοφική των Ιωαννίνων, και μαζί ήταν ταυτισμένο με την υποστήριξη της μαρξιστικής θεωρίας, καθώς και με την αυτονόητη για τους ανθρώπους αυτούς ιδέα ότι η υποστήριξη αυτή έχει σχέση με την πολιτική πράξη, εν πολλοίς με την υπόθεση του κομμουνισμού. Και τονίζω κάτι που έχει τη μεγάλη σημασία του και για την Αριστερά και για τον Μπιτσάκη: οι άνθρωποι αυτοί που ήξεραν το όνομά του και το συνέδεαν με τα παραπάνω μπορεί να ήταν άνθρωποι που δεν είχαν πολλή σχέση ούτε με τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα ούτε με τα βιβλία, ήταν άνθρωποι, ας πούμε, «της πράξης».

Την «αυτονόητη» αυτή, όπως τη χαρακτήρισα, ιδέα για τους ανθρώπους της Αριστεράς, την ιδέα που αφορά το μείζον θέμα της σχέσης μεταξύ θεωρίας και πράξης, ο Μπιτσάκης τη θεματοποίησε μέσα στην εκτενή και πολυσχιδή θεωρητική παραγωγή του, και κυρίως στο ομώνυμο βιβλίο του. Το Θεωρία και Πράξη το διαβάσαμε στο πρώτο μάθημά του που πήραμε, πρωτοετείς πια φοιτητές, το «Εισαγωγή στη Φιλοσοφία». Και ήταν αυτό το μάθημα που συνέβαλε καίρια στο να επισυμβεί μια αλλαγή σε μερικούς από εμάς, και πάντως προσωπικά σε μένα: να μετατραπεί η σχέση μας με τη φιλοσοφία όπως αυτή οριζόταν από ένα μάλλον «τυχαίο» γεγονός, δηλαδή την εισαγωγή στο συγκεκριμένο τμήμα της Φιλοσοφικής, σε «αναγκαίο» στοιχείο της ταυτότητάς μας, και ειδικότερα της πολιτικής ταυτότητάς μας –για να επικαλεστώ εδώ και το εννοιολογικό δίπολο του «τυχαίου» και του «αναγκαίου» που απασχόλησε πολύ τον Μπιτσάκη. Αυτό που δρομολόγησε αυτή τη μετατροπή ήταν ότι ο δάσκαλός μας μας έδειξε, αν όχι την «αλήθεια των μαρξιστικών ιδεών»- όπως είχε πει , αφελέστατα, ο άνθρωπος της πορείας-, πάντως ότι όποιος θέλει να είναι συνεπής προς αυτές τις ιδέες, άρα και να υπηρετήσει το πρόταγμα της αλλαγής του κόσμου, έχει πολύ απλά ανάγκη τη φιλοσοφία, ότι δεν υπάρχει χειραφετητική πολιτική πράξη χωρίς θεωρία, και ειδικότερα χωρίς φιλοσοφία. Μας έδειξε, δηλαδή ότι ο Μαρξ, κάθε άλλο παρά αποχαιρετά τη φιλοσοφία γενικά, με την ενδέκατη θέση για τον Φόυερμπαχ, αλλά βάζει τις βάσεις για μια «φιλοσοφία δεμένη με την πράξη» (Μπιτσάκης 1983:30).

Αλλά το μεγάλο πρόβλημα, όπως επίσης μας έδειξε - και αυτό και μόνο αρκούσε για να μας βάλει στον δρόμο της φιλοσοφικής διερώτησης- είναι αυτό το «δεμένη». Το παλιό στέλεχος και τότε, νομίζω, απλώς μέλος του ΚΚΕ, Μπιτσάκης είχε λόγους –βαθιά βιωματικούς, και ασφαλώς όχι μόνο θεωρητικούς- να γνωρίζει τι δεν σήμαινε αυτός ο δεσμός θεωρητικά, πλην κυριάρχησε στα «προοδευτικά κινήματα» πρακτικά: «Από τη μια οι μηχανιστικές αντιλήψεις που βλέπουν τη θεωρία σα συμπλήρωμα, σα στολίδι, ή σα θεραπαινίδα της πράξης. Από την άλλη, η διαμετρικά αντίθετη στάση πολλών προοδευτικών διανοουμένων, που παρά τις προθέσεις τους, δεν έχουν απαλλαγεί από τον αστικό ρασιοναλισμό ή τις θεωρητικόλογες τάσεις […]» (Μπιτσάκης 1983: 27).

Τώρα πλέον, πεπεισμένη ούσα – καταρχήν, όπως είπα, εξαιτίας του Μπιτσάκη- για την αναγκαιότητα και τη δύναμη της «ενότητας» μεταξύ χειραφετητικής θεωρίας και πράξης, διατελώ περισσότερο, ωστόσο, εν συγχύσει αναφορικά με τη δυνατότητά της. Και ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο του δασκάλου μου μπορεί να θεωρώ ότι , όσο και αν συνειδητοποιούσε την «αντικειμενική δυσκολία» του «έργου» αυτού (ο.π.), κάτι τον εμπόδιζε να προχωρήσει βαθύτερα στη διερεύνηση του προβλήματος. Και επίσης, δεν με πείθει το ίδιο, όσο τότε, η διατύπωσή του ότι «η αντίθεση θεωρίας και πράξης είναι έκφραση των πραγματικών αντιθέσεων των ταξικών κοινωνιών» (1983: 35).

Ενδεχομένως δε τα ερωτήματα που προκύπτουν εδώ να είναι μέρος ενός σημαίνοντος ελλείμματος στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας που ο ίδιος διαπιστώνει όταν λέει ότι «απωθήθηκαν» σε αυτήν τα «ανθρωπολογικά προβλήματα σε ένα δεύτερο πλάνο» και μάλιστα ότι «η θεωρητική ενασχόληση με αυτά θεωρήθηκε ύποπτη[…]» ( 1983: 260). Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι , πέραν άλλων έργων του, όπως το Φιλοσοφία του Ανθρώπου, με τέτοιου είδους προβλήματα καταπιάστηκε αργότερα, και κυρίως στο Ανθρώπινη Φύση.

Και πάντως, τώρα πλέον, σχεδόν μισό αιώνα μετά την έκδοση του Θεωρία και Πράξη, τώρα που διακυβεύεται η ίδια η ορατότητα των «προοδευτικών κινημάτων», φαίνεται να εκλείπει και το πεδίο όπου θα μπορούσε καν να δοκιμαστεί ο δεσμός μεταξύ μιας θεωρίας που ερμηνεύει τον κόσμο με πρόταγμα την αλλαγή του και μιας πράξης που υπηρετεί αυτή την τελευταία. Στον βαθμό που η εν λόγω πράξη υποχωρεί, η χειραφετητική θεωρία, και εντός της και αυτή που αξιώνει ακόμη να προσδιορίζεται ως «μαρξιστική», δεν είναι απλώς «θεωρητικολογία», αλλά κατοικεί σχεδόν αποκλειστικά στα πανεπιστήμια, με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται.

Υπάρχουν όμως στοιχεία που ευτυχώς υπονομεύουν αυτές τις δυσοίωνες σκέψεις οι οποίες θα μπορούσαν να κατατείνουν στην ιδέα ότι η απόσταση μεταξύ θεωρίας και πράξης είναι ανησυχητικά πιο βαθιά από όσο την παρουσιάζει ο δάσκαλός μου: δομική, μη αναγώγιμη, ίσως δε και ανθρωπολογικής τάξης. Γιατί στην ιστορία των κινημάτων διακρίνονται στιγμές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν εκφάνσεις ενός οργανικού δεσμού μεταξύ τους - με το ίδιο το δίδυμο των ιδρυτών του μαρξισμού να αποτελούν ίσως το πρώτο παράδειγμα που μπορεί να σκεφτεί κανείς εδώ. Και πάντως ο δεσμός αυτός έχει ενσαρκωθεί στο επίπεδο μεμονωμένων προσώπων που υπηρέτησαν τη μαρξιστική θεωρία και μαζί την υπόθεση του κομμουνισμού ως πολιτικής πράξης ου μην αλλά και ως καθημερινής στάσης ζωής.

Το αναγκαία αλληλένδετο αυτών των εκφάνσεων του κομμουνισμού ως πράξης έχει καταστεί αντικείμενο θεωρητικής επιχειρηματολογίας, η οποία έχει στενότατες συνάφειες με την προσπάθεια να καλυφθεί το «ανθρωπολογικό έλλειμμα» της μαρξιστικής........

© EFSYN