HotDoc.History: Πόσο κόστισε στον Χίτλερ η «παράκαμψη» στην Ελλάδα;
Ο φίρερ σπεύδει προς βοήθεια του Μουσολίνι και η προγραμματισμένη για τον Μάιο του ’41 πολεμική επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» μετατίθεται για το καλοκαίρι.
Η απόφαση ανάμειξης του Χίτλερ στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα ουσιαστικά άρχισε σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Η Βρετανία θεώρησε ότι οι ελληνικές στρατιωτικές νίκες επί των Ιταλών παρουσίαζαν μεγάλη ευκαιρία για να πληγεί ο Άξονας και ίσως ακόμη και να εξουδετερωθεί οριστικά η Ιταλία. Ο λόγος που εκφώνησε ο Βρετανός υπουργός των Αποικιών Έμερι την 1η Δεκεμβρίου 1940 αντικατοπτρίζει τις αυξημένες βρετανικές προσδοκίες: «Οι ελληνικές επιτυχίες κατά της Ιταλίας ανοίγουν μπροστά μας μια προοπτική ευκαιρίας, η οποία μπορεί να έχει τεράστια και ίσως μάλιστα αποφασιστική επίδραση… Εάν καταφέρουμε να καταστήσουμε την Ελλάδα ικανή να κρατήσει τον αγώνα μέχρι να τελειώσουμε με τους Ιταλούς στην Αίγυπτο, θα έχουμε εξασφαλίσει στις στρατιές μας ένα προγεφύρωμα, από το οποίο θα μπορούμε να απειλούμε από τα πλάγια κάθε γερμανική επίθεση κατά της Τουρκίας. Από το προγεφύρωμα αυτό θα μπορούμε εν τέλει με τα στρατεύματά μας και με τα στρατεύματα νέων συμμάχων, τους οποίους θα προσέλκυε η αυξανόμενη δύναμή μας, να επιφέρουμε θανάσιμο πλήγμα κατά του γερμανικού δράκοντα όχι εναντίον του φολιδωτού θώρακα της γραμμής Ζίγκφριντ, αλλά εναντίον του μαλακού του υπογαστρίου».
Η Γερμανία φοβόταν την επανάληψη ενός Βαλκανικού Μετώπου, όπως του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα, χωρίς μάλιστα να προηγηθεί έστω ενημέρωση, είχε εξοργίσει τον Χίτλερ και είχε αναστατώσει τους γερμανικούς στρατιωτικούς κύκλους. Σε επιστολή προς τον Μουσολίνι εξέφρασε τις έντονες ανησυχίες του εξαιτίας της ιταλικής αποτυχίας στην Ελλάδα και του ανέλυε τις στρατιωτικές επιπτώσεις:
«Οι στρατιωτικές συνέπειες της κατάστασης αυτής είναι, Ντούτσε, βαρύτατες. Η Αγγλία καθίσταται κυρία ορισμένου αριθμού αεροπορικών βάσεων, οι οποίες θα τη φέρουν όχι μόνο αμέσως κοντά στο πετρελαιοφόρο λεκανοπέδιο του Πλοεστίου (Ρουμανία), αλλά και σε άμεση γειτνίαση με ολόκληρη την νότια Ιταλία και ειδικά με τα λιμάνια επιβίβασης και αποβίβασης, τόσο στα μητροπολιτικά ιταλικά εδάφη, όσο και στα αλβανικά… Είναι προφανές ότι για την Αγγλία είναι τελείως αδιάφορο αν η Ιταλία, σε επιθέσεις αντιποίνων, καταστρέφει ελληνικές πόλεις.
Εκείνο που έχει αποφασιστική σημασία είναι η επίθεση εναντίον ιταλικών πόλεων… Η Αγγλία, εφόσον έχει καταλάβει ήδη την Κρήτη, ετοιμάζεται πλέον να καταλάβει και πολλά άλλα νησιά και επιπλέον να σταθεροποιήσει αεροπορικές βάσεις σε ολόκληρη σειρά ελληνικών τοποθεσιών, μεταξύ των οποίων δύο κοντά στη Θεσσαλονίκη και δύο πιθανώς στη Θράκη. Ακόμη και η Ρόδος βρίσκεται τώρα σε απόσταση προσιτή για τα βαρέα αγγλικά βομβαρδιστικά και αν, όπως φαίνεται, οι Άγγλοι εγκαταστήσουν αεροπορικές βάσεις και στη δυτική Ελλάδα, θα απειληθούν σοβαρά όλες οι παράλιες περιοχές της νοτίου Ιταλίας».
Οι ανησυχίες του Χίτλερ ήταν λογικές. Σίγουρα όμως θα αισθανόταν πιο σίγουρος αν γνώριζε ότι η Βρετανία δεν διέθετε τη δυνατότητα να καταστήσει την Ελλάδα ένα πανίσχυρο εφαλτήριο για αντεπίθεση μέσω των Βαλκανίων. Τα αεροσκάφη ήταν απαραίτητα για την υπεράσπιση της μητρόπολης, πράγμα που καθιστούσε αδύνατη κάθε ουσιαστική βοήθεια στη μαχόμενη Ελλάδα. Στην καλύτερη οι Βρετανοί θα προσπαθούσαν να προκαλέσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες απώλειες στα γερμανικά στρατεύματα.
Την ίδια στιγμή υπήρχε μεγάλη δυσφορία στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία διαπίστωνε ότι η «συμπαράσταση» των Βρετανών έμενε σε θεωρητικό επίπεδο. Η αλήθεια είναι ότι κατά το πρώτο κρίσιμο δεκαήμερο της ιταλικής επίθεσης, η βοήθεια περιορίστηκε σε μόνο 15 αεροσκάφη και στη συνέχεια οι ενισχύσεις σε πολεμικό υλικό υπήρξαν ανεπαρκείς. Ο Μεταξάς είχε αντιληφθεί ότι οι Βρετανοί δεν θα εμπλέκονταν πλήρως στρατιωτικά στην Ελλάδα. Θέλοντας να αποφύγει την επέμβαση της Γερμανίας απαγόρευσε στα βρετανικά βομβαρδιστικά να χρησιμοποιούν τα αεροδρόμια της Μακεδονίας για να πλήξουν τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές.
Ωστόσο οι Γερμανοί δεν καθησυχάζονταν από την πολιτική κατευνασμού του Μεταξά. Ο στρατιωτικός ακόλουθος της Γερμανίας στη Ρώμη, στρατηγός Ένο φον Ρίντελεν, ανέφερε στο Βερολίνο ότι οι Βρετανοί μπορούσαν τώρα πλέον να επιτίθενται από ελληνικές βάσεις κατά των ρουμανικών πετρελαιοπηγών, ενώ η παρουσία της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή σύρραξη δημιούργησε νέο μεγάλο θέατρο επιχειρήσεων στα Βαλκάνια, το οποίο έπρεπε να είχε αποτρέψει η Γερμανία.
Από τα τέλη Νοεμβρίου 1940 ο Χίτλερ επιδίδεται σε πυρετώδεις διπλωματικές επαφές με Ρουμανία, Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία. Με τον βασιλιά Μπόρις Γ΄ στο τέλος της χρονιάς στο Βερολίνο
Στα τέλη Νοεμβρίου 1940, η Γερμανία επειγόταν να ξεκαθαρίσει το τοπίο στα Βαλκάνια ώστε να εξασφαλίσει τα νώτα της όταν θα επιτιθόταν στην ΕΣΣΔ τον Μάιο του 1941, όπως προέβλεπε το αρχικό χρονοδιάγραμμα. Ο Χίτλερ επιδόθηκε σε πυρετώδεις διπλωματικές επαφές με Ρουμανία, Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία προκειμένου να χρησιμοποιήσει τα εδάφη τους ως βάση για μία πιθανή επίθεση εναντίον της Ελλάδας και ως ακόμη μία βάση για την επίθεσή του εναντίον της ΕΣΣΔ ενώ ο Γερμανός πρεσβευτής στην Άγκυρα Φραντς φον Πάπεν καθησύχαζε την Τουρκία, η οποία θεωρούσε ως απειλή για την ασφάλειά της την παρουσία ξένων στρατευμάτων στη Βουλγαρία. Η Γιουγκοσλαβία δέχθηκε τις πιο έντονες γερμανικές πιέσεις. Αν επέτρεπε τη χρήση του εδάφους της για την επίθεση εναντίον της Ελλάδας η Βέρμαχτ θα προσπερνούσε το εμπόδιο των ελληνικών οχυρών της γραμμής Μεταξά σε Μακεδονία και Θράκη, ενώ δεν θα χρειαζόταν η στάθμευση γερμανικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία κοντά στα σύνορά της με την Τουρκία. Ο Χίτλερ μάλιστα υποσχέθηκε στο Βελιγράδι γιουγκοσλαβική τη Θεσσαλονίκη, που συνεπαγόταν την πολυπόθητη διέξοδο στο Αιγαίο. Όμως οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες, ιδιαίτερα ο αντιβασιλέας πρίγκιπας Παύλος και ο υπουργός Εξωτερικών Τσίνκαρ-Μάρκοβιτς, ήταν διστακτικοί αναλογιζόμενοι ότι μια ενδεχόμενη συμμαχία με τη Γερμανία θα προκαλούσε εμφύλιο πόλεμο, καθώς Κροάτες και Σλοβένοι θα διέβλεπαν ένα πρώτο βήμα για την «αποτίναξη του σερβικού ζυγού».
Ο Χίτλερ αναλογιζόμενος το ρίσκο δεν είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο μιας διπλωματικής συνεννόησης με την Ελλάδα. Σε όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου διατήρησε ανοικτούς διπλωματικούς δίαυλους. Με αυτό τον τρόπο ήταν σε θέση να αντλεί πληροφορίες, να «διαβάζει» τις διαθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, να σφυγμομετρεί το ηθικό του ελληνικού λαού και να πιέζει την Αθήνα να μην κάνει δεκτές τις βρετανικές αξιώσεις για επέκταση των ναυτικών και αεροπορικών βάσεων. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει το μένος της φοβερής........





















Toi Staff
Gideon Levy
Tarik Cyril Amar
Stefano Lusa
Mort Laitner
Robert Sarner
Mark Travers Ph.d
Ellen Ginsberg Simon
Andrew Silow-Carroll