Η μέθοδος Μαμντάνι
Το antapocrisis δημοσιεύει το παρακάτω άρθρο του αναλυτή των Δημοκρατικών Waleed Shahid το οποίο αναφέρεται στους βασικούς λόγους για τους οποίους ο Ζοράν Μαμντάνι, ενάντια σε κάθε προηγούμενο προγνωστικό, είναι το αδιαφιλονίκητο πλέον φαβορί για τη δημαρχία της Νέας Υόρκης. Είναι προφανές ότι πολλά από τα επιχειρήματα του συγγραφέα βρίσκονται εντός της κοίτης και της λογικής του Δημοκρατικού Κόμματος. Το άρθρο όμως αυτό υπογραμμίζει τα καινούργια στοιχεία που έχει θέσει στον δημόσιο λόγο η εκστρατεία του “δημοκράτη σοσιαλιστή” (όπως αυτοπροσδιορίζεται ο Μαμντάνι) με κύριο αυτό της επιστροφής στην κοινωνική ατζέντα: Οικονομικά βιώσιμη πόλη, κόστος ζωής, ενοίκια, εισιτήρια στις δημόσιες μεταφορές. Η επιμονή σε αυτό το βασικό μήνυμα είναι που έχει φέρει τον 34χρονο ριζοσπάστη των Δημοκρατικών να κυριαρχεί έναντι των αντιπάλων του, και να κάνει τον Τραμπ να δηλώνει ότι η Νέα Υόρκη θα περάσει υπό κομμουνιστική διοίκηση αν κερδίσει ο Μαμντάνι.
Οι Δημοκρατικοί δεν χάνουν απλώς τα επιχειρήματα· συχνά χάνουν και το κοινό. Το πρόβλημα είναι βαθύτερο από την επικοινωνία. Είναι μια κρίση του να κερδίσουν την προσοχή και, βαθύτερα, μια κρίση αξιοπιστίας. Οι ψηφοφόροι ίσως συνεχίζουν να λένε στις δημοσκοπήσεις ότι προτιμούν τους Δημοκρατικούς, αλλά λίγοι πιστεύουν πια ότι το κόμμα μπορεί να αλλάξει το κόστος οποιουδήποτε πράγματος θα πληρώσουν την επόμενη εβδομάδα. Πρόκειται για αποτυχία τόσο της ποίησης όσο και της πρόζας: εκστρατείες που δεν εμπνέουν πια και κυβερνήσεις που δεν αποδίδουν.
Το κόμμα συχνά ορίζει τον εαυτό του μέσα από αυτό που αντιτίθεται—τον Τραμπισμό, το “wokeism”—αντί μέσα από αυτό για το οποίο αγωνίζεται. Διστάζει ποιες κοινότητες να υπερασπιστεί και ποιους συγκεκριμένους αγώνες—από τη φροντίδα παιδιών έως το αντιπολεμικό κίνημα, τα δικαιώματα των μεταναστών και τη στέγαση—έχει τη βούληση να κερδίσει. Το βαθύτερο πρόβλημα είναι ένας φιλελευθερισμός του Δημοκρατικού Κόμματος που δεν είναι σίγουρος για τον εαυτό του, παρασυρμένος στη θάλασσα. Οι Δημοκρατικοί έχουν ξεχάσει πώς να ενεργούν σαν να ξέρουν για τι πράγμα παλεύουν.
Αυτή η αβεβαιότητα φαίνεται στις ιστορίες που αφηγούνται. Ο Κουόμο, όπως και ο Τραμπ, περιέγραφε τη Νέα Υόρκη σαν μια κόλαση—μια πόλη εγκλήματος, παρακμής και αποτυχίας που μόνο εκείνος μπορούσε να λυτρώσει. Ο Μαμντάνι κοιτάζει την ίδια πόλη και βλέπει κάτι άλλο: χαρά, αγώνα και την επιθυμία να παραμείνει κανείς. Εκεί όπου άλλοι αφηγούνται παρακμή, εκείνος βλέπει έναν τόπο που αξίζει να διορθωθεί. Αυτό είναι που οι Δημοκρατικοί συχνά παραβλέπουν. Μια πολιτική που οικοδομείται μόνο πάνω στον φόβο ή την αντίθεση δεν μπορεί να εμπνεύσει· μπορεί μόνο να αντιδρά και να διαχειρίζεται τα ήδη δεδομένα. Αυτό που χρειάζεται είναι μια πολιτική που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους όχι ως θύματα κρίσης αλλά ως συν-δημιουργούς αυτού που μπορεί ακόμα να διορθωθεί και να χτιστεί.
Ο Μαμντάνι ταράζει αυτή την εικόνα γιατί φαίνεται να λειτουργεί με διαφορετική λογική από το υπόλοιπο κόμμα. Για τους αναλυτές, μοιάζει με μια περιέργεια: ένας νέος δημοκρατικός σοσιαλιστής με ευχέρεια στο TikTok και άνεση λόγω πολυπολιτισμικότητας, μέρος μιας νέας γενιάς πολιτικών που μοιάζουν γεννημένοι για να γίνονται viral. Αλλά αυτό που τον ξεχωρίζει δεν είναι η καινοτομία· είναι η πεποίθηση. Φέρεται σαν χαρούμενος πολεμιστής—ζωντανός απέναντι στις παραδοξότητες της πολιτικής, απρόθυμος να εγκαταλείψει τις δυνατότητές της. Μιλά με τη βεβαιότητα ότι η πολιτική μπορεί ακόμη να κάνει τη ζωή λιγότερο τιμωρητική.
Αυτό που πραγματικά δοκιμάζει ο Μαμντάνι είναι αν οι Δημοκρατικοί μπορούν ακόμη να κερδίζουν την προσοχή μέσα από τη σύγκρουση με τους δικούς τους όρους. Το σύγχρονο τοπίο των πολιτικών ΜΜΕ ενισχύει μόνο ό,τι προσφέρει αίμα—πολιτισμικούς πολέμους, διασημότητες που τσακώνονται—ενώ αγνοεί τις συγκρούσεις που πραγματικά καθορίζουν τις ζωές των ανθρώπων: τα ενοίκια που συνεχώς αυξάνονται, τη φροντίδα των παιδιών που εξαντλεί τον μισθό, τα μέσα μεταφοράς που δεν έρχονται. Οι περισσότεροι Δημοκρατικοί, φοβούμενοι να χαρακτηριστούν διχαστικοί, αποσύρονται από κάθε αντιπαράθεση ή παρασύρονται στις λάθος μάχες.
Ο Μαμντάνι καταλαβαίνει ότι το κέρδισμα της προσοχής παράγεται μέσα από τη σύγκρουση, και ότι η απάντηση δεν είναι να την αποφύγεις αλλά να την κατευθύνεις. Τη χτίζει γύρω από την έννοια της οικονομικά προσιτής πόλης—ποιος πληρώνει, ποιος ωφελείται και πώς λειτουργεί η εξουσία—κάνοντας τον οικονομικό αγώνα ορατό και συναισθηματικά κατανοητό. Για εκείνον, η σύγκρουση δεν είναι απόσπαση από τη διακυβέρνηση· είναι το σημείο εισόδου για πειθώ. Ο στόχος δεν είναι να υποκριθείς την οργή αλλά να τη συγκεντρώσεις, για να θυμίσεις στους ανθρώπους ότι η πολιτική μπορεί ακόμη να αλλάξει την τιμή των πραγμάτων που καθορίζουν την πραγματικότητα.
Η απήχησή του δεν έχει να κάνει απλώς με τη νεανική του αύρα. Βρίσκεται στην απάντηση σε δύο ερωτήματα που το κόμμα αποφεύγει: Μπορεί ένας Δημοκρατικός να κερδίσει και να κρατήσει την προσοχή χωρίς να γίνει καρικατούρα; Και αφού την κερδίσει, μπορεί να τη χρησιμοποιήσει για να δείξει ότι η πολιτική είναι ένα σύστημα που αλλάζει αυτό που πληρώνουν και πώς ζουν οι άνθρωποι; Η μέθοδός του συνδυάζει παραδόσεις που σπάνια συνυπάρχουν: την ηθική σαφήνεια του Σάντερς, τον μαχητικό ρυθμό και τα ψηφιακά μέσα της Οκάζιο – Κορτέζ, το ένστικτο «αφθονίας» που χτίζει και ξεμπλοκάρει, την προσγειωμένη αποτελεσματικότητα των ικανών στελεχών και την αφηγηματική τέχνη των πολιτιστικών δημιουργών που ξέρουν πώς να φτάνουν σε ένα κοινό. Το ζητούμενο δεν είναι το στυλ για το........





















Toi Staff
Gideon Levy
Tarik Cyril Amar
Stefano Lusa
Mort Laitner
Robert Sarner
Mark Travers Ph.d
Andrew Silow-Carroll
Constantin Von Hoffmeister
Ellen Ginsberg Simon